- τζάνερο
- το, Νβοτ. ο καρπός τής τζανεριάς, το κορόμηλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τζανερίκι ή, κατ' άλλη άποψη, από έναν τ. διά-νερο (< διά + νερό) με σημ. «γεμάτος νερό, χυμό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζάνερο — το ο καρπός της τζανεριάς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζανερίκι — το, Ν το τζάνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. can eriği] … Dictionary of Greek
τζανεριά — η, Ν [τζάνερο] βοτ. η κορομηλιά … Dictionary of Greek
τσάγαλο — το, Ν χλωρό αμύγδαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν τ. διάγαλο με σημ. «γεμάτο γάλα» (πρβλ. τζάνερο, πιθ. < διά νερο), ενώ, κατ άλλη άποψη, από ένα επίθ. σύ γαλο (< συν * + γάλα). Κατ άλλους, τέλος, η … Dictionary of Greek
τσαουλί — το, Ν ο καρπός τής τσαουλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δια ύλιον «γεμάτο ύλη, χυμό» (πρβλ. τζάνερο*, πιθ. < *διάνερο)] … Dictionary of Greek